άφωνο

άφωνο
sessiz, dilsiz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… …   Dictionary of Greek

  • πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… …   Dictionary of Greek

  • Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …   Dictionary of Greek

  • αφωνόληκτος — η, ο αυτός που το θέμα του λήγει σε άφωνο φθόγγο: Έχουμε ονόματα και ρήματα αφωνόληκτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβαίνω — ανα, άθηκα, βουβαμένος 1. μτφ., κάνω κάποιον βουβό, άφωνο: Τον βούβανε ο πόνος από τον ξαφνικό χαμό του αδελφού του. 2. αποστομώνω κάποιον: Μας βούβανε με μια του λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”